In vitro εκτίμηση της οιστρογονικής και οστεοπροστατευτικής δράσης φυσικών ενώσεων και έλεγχος για τυχόν συμβολή τους στην καρκινογένεση στο μαστό

Η οστεοπόρωση είναι η συνηθέστερη μεταβολική διαταραχή των οστών και παραμένει ένα σημαντικό πρόβλημα που επηρεάζει τις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση. Είναι αποτέλεσμα ανισορροπίας μεταξύ των διαδικασιών οστικού σχηματισμού και απορρόφησης, που οδηγεί σε μειωμένη οστική πυκνότητα και αυξημένο κίνδυν...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Γλαβά, Μαρία
Άλλοι συγγραφείς: Μαγκαφά, Βασιλική
Μορφή: Thesis
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2016
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:http://hdl.handle.net/10889/9824
Περιγραφή
Περίληψη:Η οστεοπόρωση είναι η συνηθέστερη μεταβολική διαταραχή των οστών και παραμένει ένα σημαντικό πρόβλημα που επηρεάζει τις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση. Είναι αποτέλεσμα ανισορροπίας μεταξύ των διαδικασιών οστικού σχηματισμού και απορρόφησης, που οδηγεί σε μειωμένη οστική πυκνότητα και αυξημένο κίνδυνο κατάγματος. Η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης (Hormone Replacement Therapy, HRT) είναι αποτελεσματικό μέσο για την πρόληψη της οστεοπόρωση, αλλά είναι γνωστό ότι αυξάνει τον κίνδυνο για καρκίνο του μαστού ή/και του ενδομητρίου. Ο όρος «φυτο-οιστρογόνα» χρησιμοποιείται για να περιγράψει, φυσικές ενώσεις οι οποίες εμφανίζουν δομικές και κυρίως λειτουργικές ομοιότητες με τα ενδογενή οιστρογόνα. Ως εκ τούτου, για πολλές γυναίκες θα ήταν προτιμότερο να χρησιμοποιούν συμπληρώματα φυτικής προέλευσης για την πρόληψη προβλημάτων της εμμηνόπαυσης, συμπεριλαμβανόμενης της οστεοπόρωση. Στην παρούσα μελέτη ελέγχθηκαν με in vitro δοκιμασίες 27 φυσικές ενώσεις που βρίσκονται σε βρώσιμα φυτά, για πιθανή οστεοπροστατευτική δράση. Πιο συγκεκριμένα μελετήθηκε η ικανότητά τους να επάγουν την διαφοροποίηση των πρώιμων οστεοβλάστων ποντικού MC3T3-E1 σε ώριμους οστεοβλάστες. Σύμφωνα με βιβλιογραφικές αναφορές, η διαφοροποίηση των οστεοβλαστών ρυθμίζεται από ενώσεις με αντιοξειδωτική δράση, καθώς και από τα οιστρογόνα. Γι αυτό προσδιορίστηκε, επίσης, η αντιοξειδωτική-νευροπροστατευτική και η οιστρογονική δράση των φυσικών ενώσεων χρησιμοποιώντας τους νευρώνες ιππόκαμπου HT22 και τα κύτταρα αδενοκαρκινώματος του μαστού και του ενδομητρίου MCF-7 και Ishikawa, αντίστοιχα. Οι φυσικές ενώσεις που εμφάνισαν συμπεριφορά οιστρογόνου ταξινομήθηκαν σε αγωνιστές ERα ή/και ERβ ανάλογα με την δράση τους στις δοκιμασίες οιστρογονικά εξαρτώμενης επαγωγής λουσιφεράσης στα MCF-7D5L και HEK:ERβ, αντίστοιχα. Η συσχέτιση των παραπάνω δράσεων, ανέδειξε την καμπφερόλη και την υδρόξυ-τυροσόλη ως τις πιθανόν πιο οστεοπροστατευτικές ενώσεις. Στη συνέχεια, επιβεβαιώθηκε ότι οι δυο ενώσεις δεν παρεμβαίνουν αρνητικά στην φυσιολογική διαφοροποίηση των ΗC11 επιθηλιακών κυττάρων μαστού, γεγονός που δεν τις συνδέει με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού. Ο πιθανός οστεοπροστατευτικός χαρακτήρας της καμπφερόλη, ενισχύθηκε και από τη δράση της ως καταστολέας της διαφοροποίησης των RAW 264.7 μακροφάγων ποντικού σε οστεοκλάστες. Συμπερασματικά, η καμπφερόλη, η οποία παράλληλα με την οστεοπροστατευτική εμφανίζει και οιστρογονική δράση, είναι κατάλληλη για χορήγηση μόνο σε άτομα χαμηλού κινδύνου για καρκίνο του μαστού ή του ενδομητρίου, σε αντίθεση με την υδρόξυ-τυροσόλη, η οποία δεν εμφανίζει οιστρογονική δράση και θεωρείται κατάλληλη για χορήγηση και σε άτομα υψηλού κινδύνου.