Μετρήσεις και συσχετισμός κυματομορφών ταχύτητας αίματος σε ασθενείς με ανεύρυσμα πριν και μετά την αποκατάσταση

H αορτή αποτελεί το μεγαλύτερο αγγείο του ανθρώπινου σώματος και η σωστή λειτουργία της είναι καίριας σημασίας αφού στα τοιχώματά της εκφύονται αγγεία που το αιματώνουν στο σύνολο του. Στην υποδιαφραγματική περιοχή του αγγείου αναγνωρίζεται η κοιλιακή αορτή, η οποία εκτείνεται ως το λαγόνιο διχασμό....

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Καραγεωργοπούλου, Θεοφανή
Άλλοι συγγραφείς: Τσαγγάρης, Σωκράτης
Μορφή: Thesis
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2017
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:http://hdl.handle.net/10889/9908
Περιγραφή
Περίληψη:H αορτή αποτελεί το μεγαλύτερο αγγείο του ανθρώπινου σώματος και η σωστή λειτουργία της είναι καίριας σημασίας αφού στα τοιχώματά της εκφύονται αγγεία που το αιματώνουν στο σύνολο του. Στην υποδιαφραγματική περιοχή του αγγείου αναγνωρίζεται η κοιλιακή αορτή, η οποία εκτείνεται ως το λαγόνιο διχασμό. Η πιο συχνή παθοφυσιολογική ανωμαλία της κοιλιακής αορτής είναι η δημιουργία ανευρύσματος, δηλαδή η τοπική λέπτυνση των αγγειακών τοιχωμάτων που συνοδεύεται από απώλεια μέρους των μηχανικών ιδιοτήτων του και υπό την επίδραση των ενδοαυλικών πιέσεων χαρακτηρίζεται από τοπική διόγκωση του αγγείου. Το ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής είναι μια πολύ σοβαρή πάθηση αφού συνοδεύεται από κίνδυνο ρήξης, η οποία είναι –σχεδόν– πάντα θανατηφόρος. Οι αιτίες που οδηγούν στη δημιουργία ανευρύσματος κοιλιακής αορτής δεν είναι ακόμα ξεκάθαρες. Ωστόσο, όπως συμβαίνει και στο σύνολο των αγγειακών παθήσεων, σχετίζονται έντονα με διαταραχές στην αιμοδυναμική της περιοχής. Έτσι, υπάρχουν θεωρίες που υποδεικνύουν τη διαταραγμένη αιμοδυναμική της περιοχής ως αιτία δημιουργίας φλεγμονών και εξέλιξης της νόσου αλλά και προσπάθειες ανάπτυξης μεθόδων προσομοίωσης του φαινομένου ώστε να επιτευχθεί η in silico μελέτη του. Η μελέτη της αιμοδυναμικής στην περιοχή ανευρύσματος κοιλιακής αορτής μπορεί να τελεστεί με διάφορες μεθόδους. Αρχικά, είναι δυνατή η in vivo μελέτη της μέσω επεμβατικών μεθόδων, δηλαδή με την εισαγωγή κατάλληλων μετρητικών διατάξεων εντός του αορτικού αυλού. Επίσης, είναι δυνατή η in vivo μελέτη της παθογόνου περιοχής με μη-επεμβατικές μεθόδους, όπως είναι η απεικόνιση με υπερηχοτομογραφία ή με μαγνητική τομογραφία. Τέλος, πολύ διαδεδομένη είναι η in silico μελέτη αγγειακών παθήσεων και φαινομένων μέσω προσομοίωσης της ανατομίας και των υφιστάμενων ροών. Η μελέτη των ανευρυσμάτων κοιλιακής αορτής, όπως γίνεται κατανοητό, εξαρτάται έντονα από τις συνθήκες που θα τεθούν σχετικά με τη ροή του αίματος και τις υπάρχουσες τοπικές πιέσεις. Στο σημείο αυτό αναγνωρίζεται έλλειψη βιβλιογραφικών δεδομένων, ένα κενό το οποίο επιθυμεί να πληρώσει σε ένα μικρό ποσοστό η παρούσα εργασία.