Summary: | Είναι γνωστό ότι οι μεταγγίσεις ομόλογου αίματος ασκούν ανοσοκατασταλτική δράση, ευνοόντας την υποτροπή των καρκινικών όγκων και των μεταστάσεων. Επιπλέον η περιεγχειρητική αναιμία θεωρείται ανεξάρτητος προγνωστικός παράγων σε ασθενείς που υποβάλλονται σε ογκολογικές επεμβάσεις. Οι μείζονες θωρακικές επεμβάσεις, όπως αυτές για καρκίνο του πνεύμονα συνοδεύονται από αυξημένες απώλειες αίματος και ανάγκες για μετάγγιση οδηγώντας σε επακόλουθη αύξηση της νοσηρότητας και θνησιμότητας. Παράλληλα η ευεργετική επίδραση της απροτινίνης είναι ευρέως γνωστή όσον αφορά τις Καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις. Σκοπό των μελετών μας αποτέλεσε, από τη μία η πιθανή επίδραση των μεταγγίσεων ομολόγου αίματος και της προεγχειρητικής αναιμίας στην απώτερη επιβίωση των ασθενών που υπεβλήθησαν σε εκτομή μη μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα και από την άλλη η επίδραση της απροτινίνης στις ανάγκες για μετάγγιση και την αιμορραγική διάθεση, χορηγούμενη σε πολύ χαμηλή δόση σε μείζωνες πνευμονικές εκτομές.
Κατά την πρώτη μας μελέτη, 331 ασθενείς (άνδρες/γυναίκες=295/36, μέσης ηλικίας 64 ± 9 έτη), οι οποίοι υπεβλήθησαν σε ριζική εκτομή μη μικροκυτταρικού καρκίνου πνεύμονα, εξετάσθηκαν προοπτικά. Ο μέσος χρόνος μετεγχειρητικής παρακολούθησης ήταν 27,2 μήνες. Η συνολική επιβίωση των ασθενών εξετάσθηκε συγκριτικά με την χορήγηση μεταγγίσεων ομολόγου αίματος και την περιεγχερητική αναιμία. Οι παράμετροι αυτοί εξετάσθηκαν αρχικά για τον συνολικό πληθυσμό ασθενών και εν συνεχεία ξεχωριστά για τους ασθενείς σταδίου I. Οι ασθενείς ταξινομήθηκαν ανάλογα με την χορήγηση περιεχειρητικής μετάγγισης αίματος στην Ομάδα Α (μεταγγιζόμενοι) και Ομάδα Β (μη μεταγγιζόμενοι) και ανάλογα με το επίπεδο της προεγχειρητικής αιμοσφαιρίνης (Hb) στην Ομάδα 1 (Hb<12 g/dl) και Ομάδα 2 (Hb≥12 g/dl) αντίστοιχα.
Κατά τη δέυτερη μας μελέτη, μια υποομάδα 59 ασθενών (μέσης ηλικίας 58 ± 13.25 έτη) οι οποίοι υπεβλήθησαν σε μείζονα θωρακοχειρουργική επέμβαση ταξινομήθηκαν στην ομάδα ελέγχου (Ομάδα Α) και στην ομάδα απροτινίνης (Ομάδα Β). Η δεύτερη ομάδα (n=29) έλαβε κατά την εισαγωγή της αναισθησίας διεγχειρητικά 500.000 I.U απροτινίνης, ακολουθούμενη από μία δεύτερη ισόποση δόση αμέσως μετά το κλείσιμο της θωρακοτομής.
Τα αποτελέσματά μας για την πρώτη μελέτη κατέγραψαν ποσοστό μετάγγισης 25,7%. Η μονοπαραγοντική ανάλυση για το σύνολο του πλυθησμού ανέδειξε συνολική επιβίωση μικρότερη στην Ομάδα Α (μεταγγιζόμενοι) (μέση επιβίωση 33.6 μήνες, 5-ετής επιβίωση 25.1%) σε σύγκριση με την Ομάδα B (μέση επιβίωση 48.0 μήνες, 5-ετής επιβίωση 37.3%) (p=0.001). Παρατηρήσαμε επίσης ότι οι ασθενείς με προεγχειρητική τιμή Hb<12 g/dl (Ομάδα 1) (μέση επιβίωση 33.0 μήνες, 5-ετής επιβίωση 21.3%), παρουσίασαν μικρότερη επβίωση συγκρινόμενοι με την Ομάδα 2 (μέση επιβίωση 49.3 μήνες, 5-ετής επιβίωση 40%) (p=0.002). Η πολυπαραγοντική ανάλυση του συνόλου των ασθενών ανέδειξε ότι η προεγχειρητική αναιμία αποτελεί ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα για την επιβίωση, ενώ η μετάγγιση με μονάδες ομόλογου αίματος όχι. Παρατηρήσαμε επίσης κατά την πολυπαραγοντική ανάλυση ότι στους ασθενείς του σταδίου I, οι μεταγγίσεις ομόλογου αίματος αποτέλεσαν ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα για την απώτερη επιβίωση, γεγονός που δεν επιβεβαιώθηκε για την προεγχειρητική αναιμία.
Στην δεύτερη μελέτη μας, η μέση παροχή αιματηρού περιεχομένου που κατεγράφη από τους σωλήνες θώρακος κατά την 1η και 2η μετεγχειρητική ημέρα στην Ομάδα Β (απροτινίνης) ήταν σημαντικά ελαττωμένη (412.6±199.2 έναντι 764.3±213.9 ml, p<0.000 και 248.3±178.5 έναντι 455.0±274.6, p<0.001 αντίστοιχα). Παρομοίως, οι ανάγκες μετάγγισης με φρέσκο κατεψυγμένο πλάσμα ήταν λιγότερες στην Ομάδα της απροτινίνης. Επιπλέον, τόσο ο διεγχειρητικός χρόνος, όσο και η διάρκεια παραμονής στο νοσοκομείο ήταν χαμηλότερα υπέρ της Ομάδας Β, χωρίς όμως να αγγίζουν την στατιστική σημαντικότητα (84.6±35.2 έναντι 101.2±52.45 λεπτών και 5.8±1.6 έναντι 7.2±3.6 ημερών αντίστοιχα) (p<0.064). το συνολικό ποσοστό μετάγγισης δεν δέφερε σημαντικά ανάμεσα στις δύο ομάδες. Δεν παρατηρήθηκαν ανεπιθύμητες ενέργειες κατά τη χορήγηση της ουσίας.
Τα συμπεράσματά μας συνιστούν ότι οι μεταγγίσεις ομολόγου αίματος επηρεάζουν αρνητικά την απώτερη επιβίωση των ασθενών με πρώιμο μη μικροκυτταρικό καρκίνο (σταδίου I) του πνεύμονα, χωρίς να παρατηρείται όμως η ίδια επίδραση στην επιβίωση αυτών με χειρουργικά εξαιρέσιμη πιο προχωρημένη νόσο. Τα ευρήματα αυτά καταδεικνύουν ότι οι μεταγγίσεις ομολόγου αίματος πιθανώς να ασκούν ανοσοτροποποιητική δράση στα πρώιμα στάδια της νόσου, ενώ για τα πιο προχωρημένα το φιανόμενο αυτό δεν είναι προφανές.
Επιπλέον, η χορήγηση της απροτινίνης σε πολύ χαμηλή δόση, συνοδεύεται από ελάττωση των μετεγχειρητικών απωλειών αίματος και αναγκών για μετάγγιση των παραγώγων του αίματος. Με βάση τα δεδομένα αυτά θεωρούμε την χορήγηση της απροτινίνης ως ασφαλή και ευεργετική στις μείζονες θωρακοχειρουργικές επεμβάσεις.
|