Περίληψη: | Στην επικράτεια των γλωσσών του Βαλκανικού γλωσσικού συνασπισμού (Αλβανική, Βουλγαρική, Ελληνική και Ρουμανική), ομιλούνται διάλεκτοι των άλλων βαλκανικών γλωσσών. Οι φορείς τους είναι δίγλωσσοι, γεγονός που εξασφαλίζει τη δυνατότητα παρατήρησης των διαδικασιών σύγκλισης, οι οποίες οδήγησαν στην εμφάνιση του γλωσσικού συνασπισμού. Για το λόγο αυτό οι συγκεκριμένες διάλεκτοι έχουν ιδιαίτερη σημασία τόσο για τη βαλκανική γλωσσολογία, όσο και για τη θεωρία της γλωσσικής επαφής. Στη Βουλγαρία υπάρχουν δυο κοινότητες, οι οποίες ομιλούν την Ελληνική: οι απόγονοι των κατοίκων των αρχαίων ελληνικών αποικιών στον Εύξεινο Πόντο και οι Σαρακατσάνοι. Και τα δυο ιδιώματα ανήκουν στις βόρειες ελληνικές διαλέκτους. Στους φορείς αυτών των απομονωμένων ελληνικών διαλέκτων παρατηρείται συλλογική βουλγαρο-ελληνική διγλωσσία.Το σύστημα της μητρικής διαλέκτου βρίσκεται συνεχώς υπό την επίδραση του βουλγαρικού γλωσσικού συστήματος. Παρατηρούνται όλες οι δυνατές μορφές παρεμβολής: σε φωνηματικό επίπεδο, στη σύνταξη, π.χ. βουλγαρικοί ερωτηματικοί δείκτες li, dali , nali, χρήση του αντιθετικού συνδέσμου áma, όπως στη Βουλγαρική, στη γραμματική δομή, π.χ. λειτουργική προσέγγιση με τη Βουλγαρική στη χρήση της ρηματικής όψης, στο λεξιλόγιο, π.χ. μορφολογικά και σημασιολογικά δάνεια. Υπάρχει ανταγωνισμός των δυο τάσεων, «εσωτερικής» (κληρονομικής) και «εξωτερικής» (επιρροής), αλλά και «εσωτερικές» ιδιαιτερότητες της απομόνωσης. Η ανάμειξη κωδίκων (code-mixing, code-switching) έχει αναφορική λειτουργία: οι μεικτές εκφράσεις οφείλονται στην ανάγκη για ακριβέστερη και επαρκέστερη απόδοση του περιεχομένου του μηνύματος. Το συμπέρασμα είναι ότι η βουλγαρο-ελληνική διγλωσσία έχει οδηγήσει σε απλοποίηση του συστήματος των ελληνικών διαλέκτων στην Βουλγαρία.
|