Επίδραση διάφορων δίαιτων απώλειας βάρους στο οξειδωτικό στρές και στους αντιοξειδωτικούς μηχανισμούς παχύσαρκων παιδιών

Εισαγωγή: Η παχυσαρκία στα παιδιά και στους εφήβους αποτελεί ένα αυξανόμενο παγκόσμιο πρόβλημα δημοσίας υγείας επιφέροντας αύξηση στο οξειδωτικό στρες με συνακόλουθες βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες μεταβολικές και καρδιαγγειακές επιπλοκές. Παρόλο, που η πρόληψη της παιδικής παχυσαρκίας είναι πολύ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Παρτσαλάκη, Ιωάννα
Άλλοι συγγραφείς: Γκρέκα-Σπηλιώτη, Βασιλική
Μορφή: Thesis
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2019
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:http://hdl.handle.net/10889/11920
Περιγραφή
Περίληψη:Εισαγωγή: Η παχυσαρκία στα παιδιά και στους εφήβους αποτελεί ένα αυξανόμενο παγκόσμιο πρόβλημα δημοσίας υγείας επιφέροντας αύξηση στο οξειδωτικό στρες με συνακόλουθες βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες μεταβολικές και καρδιαγγειακές επιπλοκές. Παρόλο, που η πρόληψη της παιδικής παχυσαρκίας είναι πολύ σημαντική, άλλο τόσο σημαντική φαίνεται να είναι και η διόρθωσή της. Για το σκοπό αυτό έχουν προταθεί διάφορες διαιτολογικές παρεμβάσεις, πολλές εκ των οποίων φέρουν εντελώς διαφορετικές κατανομές στα μακροθρεπτικά συστατικά. Σκοπός: Να συγκριθούν οι επιδράσεις δυο διαφορετικών τύπων διαιτών απώλειας βάρους σε ορισμένες μεταβολικές παραμέτρους και στο οξειδωτικό στρες σε παχύσαρκα παιδιά και εφήβους. Έτσι, μελετήθηκε μια δίαιτα πολύ χαμηλών υδατανθράκων (κετογονική) με μια υποθερμιδική δίαιτα στην απώλεια βάρους και σωματικού λίπους, στο λιπιδαιμικό προφίλ, στα επίπεδα της Υψηλού Μοριακού Βάρους (HMW-) αντιπονεκτίνης, στα επίπεδα ινσουλινο-αντίστασης και ινσουλινο-ευαισθησίας και στα επίπεδα οξειδωτικού στρες και αντιοξειδωτικής ικανότητας του οργανισμού. Ως οξειδωτικός δείκτης χρησιμοποιήθηκε ένα τοξικό προϊόν της λιπιδικής υπεροξείδωσης, η Μηλονική-διαλδεϋδη (MDA) και η Καρβοξυμεθυλο-λυσίνη (CML), που είναι ένα από τα σημαντικότερα Τελικά Προϊόντα Προχωρημένης Γλυκοζυλίωσης (AGEs). Ως δείκτες αντιοξειδωτικής προστασίας εκτιμήθηκαν η Ικανότητα Αναγωγής του Σιδηρο-Κατιόντος του πλάσματος και ο διαλυτός κυκλοφορόν υποδοχέας των AGEs (sRAGE). Υλικά και Μέθοδοι: Πενήντα οκτώ παχύσαρκα παιδιά και έφηβοι μοιράστηκαν σε μία από τις δύο ομάδες για 6 μήνες. Μετρήθηκαν: ανθρωπομετρικά στοιχεία και η σύνθεση του σώματος με ΒΙΑ, το λιπιδαιμικό προφίλ, η MDA με τη μέθοδο φθοροχρωματογραφίας, η HMW-αντιπονεκτίνη, το CML και ο sRAGE με ELISA, εκτιμήθηκε η αντιοξειδωτική ικανότητα του οργανισμού με τη μέθοδο FRAP και έγινε από το στόμα φόρτιση με γλυκόζη, από όπου και εκτιμήθηκαν οι δείκτες ινσουλινικής αντίστασης (HOMA-IR) και ευαισθησίας σώματος στην ινσουλίνη (WBISI) πριν και μετά από κάθε δίαιτα. Αποτελέσματα: Και οι δύο ομάδες μείωσαν σημαντικά το βάρος τους και την λιπώδη μάζα, την περιφέρεια μέσης, την ινσουλίνη νηστείας και τον δείκτη ινσουλινικής αντίστασης HOMA-IR (p = 0.009 για την κετογονική και p = 0.014 για την υποθερμιδική), αλλά οι διαφορές ήταν μεγαλύτερες στην κετογονική ομάδα. Και οι δύο ομάδες αύξησαν σημαντικά τον δείκτη ινσουλινικής ευαισθησίας σώματος WBISI, αλλά μόνο στην κετογονική ομάδα αυξήθηκε σημαντικά η HMW-αντιπονεκτίνη (p = 0.025) και μειώθηκε σημαντικά η MDA (p=0.03). Τέλος, σε καμιά από τις δίαιτες μεταβλήθηκαν τα επίπεδα του CML. Συμπεράσματα: Και οι δύο δίαιτες μείωσαν το σωματικό βάρος και λίπος και βελτίωσαν την ινσουλινο-ευαισθησία, με σημαντικότερες μεταβολές στην κετογονική δίαιτα, μετά την οποία αυξήθηκε επίσης σημαντικότερα η αντιπονεκτίνη. Φαίνεται, όμως, ότι ο αυστηρός περιορισμός των υδατανθράκων, σε σύγκριση με τον περιορισμό θερμίδων, συνοδεύτηκε με σημαντικότερη βελτίωση στο οξειδωτικό στρες και παρά το υψηλότερο διατροφικό φορτίο λίπους και πρωτεΐνης δεν επηρεαστηκαν τα επίπεδα των AGEs, χωρίς ωστόσο αυτά να βελτιώνονται με την μια ή την άλλη διατροφική παρέμβαση.