Συμβολή στη φαρμακογνωστική μελέτη του Crocus nivalis

Το γένος Crocus αποτελείται από 160 είδη παγκοσμίως, με 12 από τα 31 taxa που έχουν καταγραφεί στην Ελλάδα να είναι ενδημικά. Ο Crocus sativus είναι ο μόνος ο οποίος καλλιεργείται συστηματικά για τους στύλους του, οι οποίοι αποτελούν το ευρέως γνωστό σαφράν. Tο σαφράν περιέχει πληθώρα συστατικών όπω...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Βαρεμένος, Σέργιος
Άλλοι συγγραφείς: Λάμαρη, Φωτεινή
Μορφή: Thesis
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2020
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:http://hdl.handle.net/10889/13261
Περιγραφή
Περίληψη:Το γένος Crocus αποτελείται από 160 είδη παγκοσμίως, με 12 από τα 31 taxa που έχουν καταγραφεί στην Ελλάδα να είναι ενδημικά. Ο Crocus sativus είναι ο μόνος ο οποίος καλλιεργείται συστηματικά για τους στύλους του, οι οποίοι αποτελούν το ευρέως γνωστό σαφράν. Tο σαφράν περιέχει πληθώρα συστατικών όπως φλαβονοειδή και κροκίνες, τα οποία θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμα στην θεραπεία της γνωστικής επιδείνωσης και άλλων παθήσεων που σχετίζονται με το γήρας. Παρόλο που πολλές μελέτες έχουν διεξαχθεί για τον C. sativus, ελάχιστα είναι γνωστά για τη φυτοχημική σύσταση άλλων αυτοφυών κρόκων και τις βιολογικές τους ιδιότητες. Στην παρούσα μελέτη, αντικείμενο ήταν ο Crocus nivalis από το Παναχαϊκό όρος (Αχαΐα Πελοποννήσου) επιλέχθηκε για περαιτέρω μελέτη. Ο οποίος αποτελεί ενδημικό είδος της Βαλκανικής περιοχής, και ανθίζει την άνοιξη. Στο εργαστήριο μας, μελετήθηκε η ταυτότητα των πτητικών ενώσεων, οι οποίες εκχυλίστηκαν με διαιθυλαιθέρα μέσω GC-MS και των πολικών μεταβολιτών οι οποίες εκχυλίστηκαν με μεθανόλη/νερό, 1/1 v/v, μέσω HPLC. Αναλύθηκαν συνολικά τρία δείγματα C. sativus, ένα από την περιοχή της Κοζάνης στην Ελλάδα και δύο από τις περιοχές Birgand και Quaenat του Ιράν. Αυτά συγκρίθηκαν με αυτό του C. nivalis. Κανένα από τα γνωστά πτητικά συστατικά τα οποία ταυτοποιήθηκαν στα δείγματα C. sativus, δεν ανιχνεύτηκε στον C. nivalis. Επιπλέον, βρέθηκε ότι οι διαφορές του ελληνικού και των ιρανικών C. sativus είναι κυρίως ποσοτικές και όχι ποιοτικές. Αντίθετα, η χρωματογραφική ανάλυση αποκάλυψε όχι μόνο ποσοτικές διαφορές στην συγκέντρωση γνωστών κροκίνων των στύλων, αλλά και σημαντικές ποιοτικές διαφορές εξαιτίας της παρουσίας πολλών κορυφών οι οποίες απουσιάζουν από τον C. sativus. Προκειμένου να χαρακτηριστούν τα συστατικά, αυτά απομονώθηκαν με ημιπαρασκευαστικό HPLC και οι καθαρές ενώσεις μελετήθηκαν μέσω Φασματομετρία Μάζας. Ως αποτέλεσμα αυτών, ταυτοποιήθηκαν 10 γλυκοζίτες φλαβονοειδών (κυρίως καμφερόλης) και 10 κροκίνες. Δείξαμε για πρώτη φορά ότι η κύρια κροκίνη των στύλων του C. nivalis είναι η trans-κροκίνη 6, η οποία δεν έχει αναφερθεί προηγουμένως στους στύλους άλλου Crocus taxon. Επίσης ανιχνεύσαμε την παρουσία μιας νέας κροκίνης 3 με μοναδική μοριακή δομή. Τα αποτελέσματα του εργαστηρίου μας θα μπορούσαν να συνεισφέρουν σε μια ευρύτερη κατανόηση της χημειοποικιλότητας του γένους Crocus και πιθανές θεραπευτικές του χρήσεις.