Περίληψη: | Στην παρούσα ΜΔΕ μελετάται η γέλη αλόης. Η αλόη ή αλλιώς Aloe vera είναι ποώδες φυτό με επιστημονική ονομασία Aloe barbadensis Mill και ταξινομικά ανήκει στην οικογένεια των Aloeaceae, η οποία περιλαμβάνει πάρα πολλές ποικιλίες. Ως φυτό είναι ευρέως γνωστό από την αρχαιότητα σε πολλούς διαφορετικούς πολιτισμούς. Σήμερα αποτελεί καλλιεργητικό είδος σε πολλές χώρες.
Το βασικό χαρακτηριστικό του φυτού είναι το τζελ (γέλη) που υπάρχει στο εσωτερικό των φύλλων του και το οποίο είναι ο λόγος χάρη στον οποίο η αλόη είναι τόσο διαδεδομένη ανά τον κόσμο. Συγκεκριμένα, από την αρχαιότητα ο άνθρωπος είχε ανακαλύψει τις ευεργετικές και θεραπευτικές ιδιότητες της γέλης αλόης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προχωρήσει στην καλλιέργεια του φυτού και να τη χρησιμοποιεί για ιατρικούς σκοπούς και γενικά στην καθημερινότητά του. Πλέον, είναι αποδεδειγμένες πολλές από τις ιδιότητες που την καθιστούν πανάκεια σε διάφορα παθολογικά προβλήματα και τρόφιμο υψηλής διατροφικής αξίας. Συγκεκριμένα, η αλόη παρέχει αντιοξειδωτική, αντιφλεγμονώδη, αντικαρκινική και καθαρτική δράση. Επίσης διαθέτει αντιμικροβιακή και αντιική δράση και συμβάλλει στη ρύθμιση του ανοσοποιητικού συστήματος. Οι ιδιότητες της αυτές οφείλονται στη χημική της σύσταση, η οποία αποτελείται από βιταμίνες, ένζυμα, ιχνοστοιχεία, σάκχαρα, λιγνίνη, σαπονίνες, σαλικυλικά οξέα, αμινοξέα και φαινολικές ενώσεις. Οι πιο γνωστές από αυτές τις ουσίες είναι ο πολυσακχαρίτης ακεμμανάνη και η αλοΐνη. Η πρώτη χρησιμοποιείται στην ιατρική και γενικά στη βιομηχανία, ενώ η δεύτερη αν και έχει μεγάλη σημασία στη φαρμακευτική, η συγκέντρωση της σε τρόφιμα και ποτά επιβάλλεται από τη νομοθεσία να είναι ιδιαίτερα χαμηλή με μέγιστο όριο το 0,1 ppm.
Τα τελευταία χρόνια η αξιοποίηση των βιομηχανικών αποβλήτων και της βιομάζας έχει γίνει επιτακτική ανάγκη καθώς υποστηρίζει ένα πιο φιλικό προς το περιβάλλον πλάνο εκβιομηχάνισης. Επίσης προϊόντα που δεν έχουν υποστεί χημική ή θερμική επεξεργασία θεωρούνται υψηλότερης προστιθέμενης αξίας καθώς επιτυγχάνεται η διατήρηση των ευαίσθητων συστατικών τους. Όπως είναι λογικό προϊόντα αυτού του είδους έχουν ιδιαίτερη ζήτηση από το καταναλωτικό κοινό. Με σκοπό να εκπληρωθούν οι δύο παραπάνω απαιτήσεις η παρούσα εργασία μελετά την ψυχρή παστερίωση της γέλης αλόης με φίλτρα σωληνωτής κυτταρίνης (TC). Επίσης επικεντρώνεται στην επίδραση των διαφόρων μηκών των φίλτρων στην απόδοση της παστερίωσης.
Η αποτελεσματικότητα της μεθόδου αυτής αξιολογείται με βάση τη μικροβιολογική ανάλυση δειγμάτων αλόης που διήλθε από φίλτρα σωληνωτής κυτταρίνης. Επίσης εξετάστηκε και η πιθανή συγκράτηση των ολικών φαινολικών ενώσεων από τους πόρους της TC, διότι κάτι τέτοιο δεν αποτελεί επιθυμητή δράση του φίλτρου καθώς οι ενώσεις αυτές προτιμώνται στο τελικό προϊόν. Ο προσδιορισμός των ολικών φαινολικών έγινε σύμφωνα με την μέθοδο Folin – Ciocalteu.
Η ανάλυση αυτή έδειξε ότι ένα σημαντικό ποσοστό φαινολικών ενώσεων απομακρύνεται από την γέλη αλόης μετά την παστερίωση, με τη μεγαλύτερη μείωση να παρατηρείται σε φίλτρα μεγαλύτερου μήκους. Επίσης η χρήση φίλτρου σωληνωτής κυτταρίνης μείωσε την ολική μικροβιακή χλωρίδα και το σύνολο των ζυμών και μυκήτων της γέλης αλόης κυρίως στην περίπτωση που το φίλτρο είχε μεγαλύτερο μήκος, άρα και περισσότερους διαθέσιμους πόρους. Επιπλέον η μακροσκοπική παρατήρηση έδειξε πως το φιλτράρισμα της γέλη αλόης ενδέχεται να εξασφαλίζει τη μεγαλύτερη συντήρηση της και την επιβράδυνση αλλοιώσεων. Παρά όλα αυτά όμως, μετά το φιλτράρισμα η αλόη εξακολουθούσε να έχει μικροβιακό φορτίο μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο ανώτατο όριο, γι’ αυτό η συγκεκριμένη μέθοδος παστερίωσης θα πρέπει να μελετηθεί εκτενέστερα.
|