Φυτοχημική ανάλυση στύλων διαφορετικών taxa του γένους Crocus

Το γένος Crocus αποτελείται από 160 είδη παγκοσμίως, ενώ στην Ελλάδα έχει καταγραφεί η ύπαρξη 31 taxa, 12 εκ των οποίων είναι ενδημικά. Κύριος εκπρόσωπος του είδους είναι ο Crocus sativus, οι στύλοι του οποίου αποτελούν το γνωστό σαφράν. Λόγω της μακραίωνης χρήσης του, έχει μελετηθεί εκτενώς ως προς...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Λυμπεροπούλου, Χριστίνα
Άλλοι συγγραφείς: Λάμαρη, Φωτεινή
Μορφή: Thesis
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2017
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:http://hdl.handle.net/10889/9963
id nemertes-10889-9963
record_format dspace
institution UPatras
collection Nemertes
language Greek
topic Σαφράν
Στύλοι ενδημικών ειδών
Croscus nivalis
Crocus sativus
HPLC
LC-MS
GC-MS
615.324 38
spellingShingle Σαφράν
Στύλοι ενδημικών ειδών
Croscus nivalis
Crocus sativus
HPLC
LC-MS
GC-MS
615.324 38
Λυμπεροπούλου, Χριστίνα
Φυτοχημική ανάλυση στύλων διαφορετικών taxa του γένους Crocus
description Το γένος Crocus αποτελείται από 160 είδη παγκοσμίως, ενώ στην Ελλάδα έχει καταγραφεί η ύπαρξη 31 taxa, 12 εκ των οποίων είναι ενδημικά. Κύριος εκπρόσωπος του είδους είναι ο Crocus sativus, οι στύλοι του οποίου αποτελούν το γνωστό σαφράν. Λόγω της μακραίωνης χρήσης του, έχει μελετηθεί εκτενώς ως προς τη σύσταση και τις βιολογικές ιδιότητες των στύλων του, ενώ τις τελευταίες δεκαετίες μελέτες γίνονται και ως προς την σύσταση των στύλων ενδημικών ειδών ανά τον κόσμο. Ένα ενδημικό της Βαλκανικής Χερσονήσου είναι ο Crocus nivalis. Το φυτό ευδοκιμεί σε ορεινές κυρίως περιοχές και η περίοδος άνθησης του εστιάζεται κατά την άνοιξη. Η φυτοχημική σύσταση των στύλων τριών πληθυσμών του C. nivalis (δύο του όρους Παναχαϊκού και ένας του όρος Χελμού) αναλύθηκε και συγκρίθηκε με αυτή του C. sativus. Αρχικά, αναλύθηκε το αιθέριο έλαιο των δύο ειδών. Τα αποτελέσματα κατέδειξαν την παντελή απουσία συστατικών στα αιθέρια έλαια και των τριών πληθυσμών του C. nivalis σε αντίθεση με αυτό του C. sativus όπου ταυτοποιήθηκε η παρουσία 11 συστατικών, με κυρίαρχο την σαφρανάλη. Στην συνέχεια αναλύθηκε η σύσταση του μεθανολικού εκχυλίσματος των στύλων με τις τεχνικές HPLC και LC-MS. Όπως προέκυψε, το χρωματογραφικό προφίλ των τριών πληθυσμών του C. nivalis είναι παρόμοιο και διαφέρει σε σημαντικό βαθμό από αυτό του C. sativus. Συγκεκριμένα, κύριο συστατικό στα 250nm είναι η HTCC σε αντίθεση με τον C. sativus όπου είναι η πικροκροκίνη. Επίσης, στον C. sativus εντοπίζονται όλες οι γνωστές κροκίνες με κύρια την trans-κροκίνη-4. Αντίθετα, στον C. nivalis εντοπίζονται μόνο οι trans-κροκίνη-2 και trans-κροκίνη-5, ενώ εντοπίζονται και 6 νέα συστατικά, τα UV-Vis φάσματα των οποίων τα κατατάσσουν στην οικογένεια των κροκινών. Μάλιστα, το ένα από αυτά είναι και το κύριο συστατικό στο χρωματογράφημα του C. nivalis στα 440nm. Την απουσία των γνωστών κροκινών επιβεβαίωσαν και τα αποτελέσματα της LC-MS ανάλυσης. Ακόμη, κατέδειξαν την πλούσια σύσταση του C. nivalis και την παρουσία μιας νέας κροκίνης που εμπεριέχει ραμνόζη στο μόριο της. Προκειμένου να εξεταστεί περαιτέρω η σύσταση, ακολούθησε αλκαλική υδρόλυση του μεθανολικού εκχυλίσματος του C. nivalis και η HPLC ανάλυση του υδρολυθέντος, έδειξε πέραν της παρουσίας της cis- και trans- κροκετίνης, την παρουσία δύο νέων κορυφών. Περαιτέρω ανάλυση με LC-MS του υδολυθέντος εκχυλίσματος είναι σε εξέλιξη. Τέλος, πραγματοποιήθηκαν in vitro πειράματα της εκτίμησης της αντιοξειδωτικής δράσης και προσδιοριμού της περιεκτικότητας των δύο ειδών σε φλαβονοειδή. Τα αποτελέσματα έδειξάν ότι ο C. sativus είναι πιο αποτελεσματικός στην αναγωγή του σιδηροκατιόντος (μέθοδος FRAP), συγκριτικά με τον C. nivalis. Αντίθετα, ο C. nivalis είναι πιο αποτελεσματικός στην αναγωγή της ρίζας του DPPH, αφού σε ίδιας τάξεως τιμές συγκέντρωσης εμφανίζει δράση, ενώ ο C. sativus παραμένει αδρανής. Τέλος, ως προς την περιεκτικότητα των στύλων σε φλαβονοειδή, ο C. nivalis είναι πλουσιότερος από τον C. sativus, επιβεβαιώνοντας τις HPLC και LC-MS παρατηρήσεις μας. Εν κατακλείδι, η παρούσα εργασία είναι η πρώτη που μελετά την φυτοχημική σύσταση των στύλων του C. nivalis, η οποία όπως προέκυψε διαφέρει σε αρκετά σημεία από αυτή του C. sativus. Αυτή η διαπίστωση είναι άκρως ενδιαφέρουσα καθώς κατατάσσει τον C. nivalis στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος για νέες μελέτες που θα στοχεύουν και στην βιολογική του δράση έναντι διάφορων παθήσεων του ανθρώπου.
author2 Λάμαρη, Φωτεινή
author_facet Λάμαρη, Φωτεινή
Λυμπεροπούλου, Χριστίνα
format Thesis
author Λυμπεροπούλου, Χριστίνα
author_sort Λυμπεροπούλου, Χριστίνα
title Φυτοχημική ανάλυση στύλων διαφορετικών taxa του γένους Crocus
title_short Φυτοχημική ανάλυση στύλων διαφορετικών taxa του γένους Crocus
title_full Φυτοχημική ανάλυση στύλων διαφορετικών taxa του γένους Crocus
title_fullStr Φυτοχημική ανάλυση στύλων διαφορετικών taxa του γένους Crocus
title_full_unstemmed Φυτοχημική ανάλυση στύλων διαφορετικών taxa του γένους Crocus
title_sort φυτοχημική ανάλυση στύλων διαφορετικών taxa του γένους crocus
publishDate 2017
url http://hdl.handle.net/10889/9963
work_keys_str_mv AT lymperopoulouchristina phytochēmikēanalysēstylōndiaphoretikōntaxatougenouscrocus
_version_ 1771297354628988928
spelling nemertes-10889-99632022-09-05T20:17:23Z Φυτοχημική ανάλυση στύλων διαφορετικών taxa του γένους Crocus Λυμπεροπούλου, Χριστίνα Λάμαρη, Φωτεινή Μαγκαφά, Βασιλική Ιατρού, Γρηγόριος Lymperopoulou, Christina Σαφράν Στύλοι ενδημικών ειδών Croscus nivalis Crocus sativus HPLC LC-MS GC-MS 615.324 38 Το γένος Crocus αποτελείται από 160 είδη παγκοσμίως, ενώ στην Ελλάδα έχει καταγραφεί η ύπαρξη 31 taxa, 12 εκ των οποίων είναι ενδημικά. Κύριος εκπρόσωπος του είδους είναι ο Crocus sativus, οι στύλοι του οποίου αποτελούν το γνωστό σαφράν. Λόγω της μακραίωνης χρήσης του, έχει μελετηθεί εκτενώς ως προς τη σύσταση και τις βιολογικές ιδιότητες των στύλων του, ενώ τις τελευταίες δεκαετίες μελέτες γίνονται και ως προς την σύσταση των στύλων ενδημικών ειδών ανά τον κόσμο. Ένα ενδημικό της Βαλκανικής Χερσονήσου είναι ο Crocus nivalis. Το φυτό ευδοκιμεί σε ορεινές κυρίως περιοχές και η περίοδος άνθησης του εστιάζεται κατά την άνοιξη. Η φυτοχημική σύσταση των στύλων τριών πληθυσμών του C. nivalis (δύο του όρους Παναχαϊκού και ένας του όρος Χελμού) αναλύθηκε και συγκρίθηκε με αυτή του C. sativus. Αρχικά, αναλύθηκε το αιθέριο έλαιο των δύο ειδών. Τα αποτελέσματα κατέδειξαν την παντελή απουσία συστατικών στα αιθέρια έλαια και των τριών πληθυσμών του C. nivalis σε αντίθεση με αυτό του C. sativus όπου ταυτοποιήθηκε η παρουσία 11 συστατικών, με κυρίαρχο την σαφρανάλη. Στην συνέχεια αναλύθηκε η σύσταση του μεθανολικού εκχυλίσματος των στύλων με τις τεχνικές HPLC και LC-MS. Όπως προέκυψε, το χρωματογραφικό προφίλ των τριών πληθυσμών του C. nivalis είναι παρόμοιο και διαφέρει σε σημαντικό βαθμό από αυτό του C. sativus. Συγκεκριμένα, κύριο συστατικό στα 250nm είναι η HTCC σε αντίθεση με τον C. sativus όπου είναι η πικροκροκίνη. Επίσης, στον C. sativus εντοπίζονται όλες οι γνωστές κροκίνες με κύρια την trans-κροκίνη-4. Αντίθετα, στον C. nivalis εντοπίζονται μόνο οι trans-κροκίνη-2 και trans-κροκίνη-5, ενώ εντοπίζονται και 6 νέα συστατικά, τα UV-Vis φάσματα των οποίων τα κατατάσσουν στην οικογένεια των κροκινών. Μάλιστα, το ένα από αυτά είναι και το κύριο συστατικό στο χρωματογράφημα του C. nivalis στα 440nm. Την απουσία των γνωστών κροκινών επιβεβαίωσαν και τα αποτελέσματα της LC-MS ανάλυσης. Ακόμη, κατέδειξαν την πλούσια σύσταση του C. nivalis και την παρουσία μιας νέας κροκίνης που εμπεριέχει ραμνόζη στο μόριο της. Προκειμένου να εξεταστεί περαιτέρω η σύσταση, ακολούθησε αλκαλική υδρόλυση του μεθανολικού εκχυλίσματος του C. nivalis και η HPLC ανάλυση του υδρολυθέντος, έδειξε πέραν της παρουσίας της cis- και trans- κροκετίνης, την παρουσία δύο νέων κορυφών. Περαιτέρω ανάλυση με LC-MS του υδολυθέντος εκχυλίσματος είναι σε εξέλιξη. Τέλος, πραγματοποιήθηκαν in vitro πειράματα της εκτίμησης της αντιοξειδωτικής δράσης και προσδιοριμού της περιεκτικότητας των δύο ειδών σε φλαβονοειδή. Τα αποτελέσματα έδειξάν ότι ο C. sativus είναι πιο αποτελεσματικός στην αναγωγή του σιδηροκατιόντος (μέθοδος FRAP), συγκριτικά με τον C. nivalis. Αντίθετα, ο C. nivalis είναι πιο αποτελεσματικός στην αναγωγή της ρίζας του DPPH, αφού σε ίδιας τάξεως τιμές συγκέντρωσης εμφανίζει δράση, ενώ ο C. sativus παραμένει αδρανής. Τέλος, ως προς την περιεκτικότητα των στύλων σε φλαβονοειδή, ο C. nivalis είναι πλουσιότερος από τον C. sativus, επιβεβαιώνοντας τις HPLC και LC-MS παρατηρήσεις μας. Εν κατακλείδι, η παρούσα εργασία είναι η πρώτη που μελετά την φυτοχημική σύσταση των στύλων του C. nivalis, η οποία όπως προέκυψε διαφέρει σε αρκετά σημεία από αυτή του C. sativus. Αυτή η διαπίστωση είναι άκρως ενδιαφέρουσα καθώς κατατάσσει τον C. nivalis στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος για νέες μελέτες που θα στοχεύουν και στην βιολογική του δράση έναντι διάφορων παθήσεων του ανθρώπου. Crocus genus consists of 160 species worldwide, while in Greece has been recorded the existence of 31 taxa, 12 of which are endemic. The most representative species is Crocus sativus and its styles are better known as saffron. Due to saffron’s long use since ancient times, many studies have been occurred in order to determine its composition and biological properties. Lately, researchers have focused in styles’ phytochemical composition of endemic species. One endemic species of Balkan area is Crocus nivalis, which grows in mountains and blooms in spring. Aim of this study was to determine C. nivalis styles’ phytochemical composition of three populations - two populations from Panachaico Mountain and one from Chelmos Mountain - and compared it with C. sativus. Firstly, the essential oil was isolated and analyzed using Gas Chromatography – Mass Spectroscopy. The results demonstrated the complete absence of components in the essential oils of C. nivalis; while in C. sativus were identified 11 components with the predominant safranal. In a second level, methanolic extracts were isolated and analyzed. The analysis of styles methanolic extract by High Performance Liquid Chromatography (HPLC) shows the presence of new components in the extracts of C. nivalis, which are not contained in the relevant extract of C. sativus. More specific, the main component in C. nivalis extract that absorbs at 250nm is the HTCC while in C. sativus is picrocrocin. Furthermore, analysis of chromatogram at 440 nm shows that in C. sativus the major crocin is trans-4-crocin; while in C. nivalis is the unknown compound A which UV-Vis spectrum classifies it in crocins’ family. The Liquid Chromatography - Mass Spectroscopy (LC-MS) analysis reveals the presence of one new crocin which has rhamnose apart from glucose in its structure. Furthermore, the rich composition of C. nivalis in flavonoids was demonstrated. In order to reveal the presents of new apocarotenoids the methanolic extract of C. nivalis underwent an alkalic hydrolysis and then analysed using HPLC. In the hydrolised extract was found the presence of cis- and trans- crocetin, but also of two new peaks. Further analysis by LC-MS of hydrolised extract is in progress. Finally, in vitro studies were performed to assess the antioxidant effect of C. sativus and C. nivalis and the total concentration of flavonoids in those two species. The results showed that C. sativus is more effective in FRAP method than C. nivalis; while is less effective in the reduction of the DPPH radical, since C. sativus is ineffective. As for the total concentration of flavonoids, C. nivalis is richer than the C. sativus, confirming HPLC and LC-MS observations. 2017-02-10T06:52:55Z 2017-02-10T06:52:55Z 2016-10 Thesis http://hdl.handle.net/10889/9963 gr 0 application/pdf