Κλεάνθης
Ο
Κλεάνθης ο Άσσιος (από την
Άσσο της
Τρωάδος, 330 π.Χ. - 232 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας
στωικός φιλόσοφος. Υιός του Φανίου, υπήρξε μαθητής, επί 19 ολόκληρα έτη, και, εν τέλει, διάδοχος του
Ζήνωνα, ως ο δεύτερος κατά σειρά δάσκαλος της Αρχαίας Στοάς. Πρώην πυγμάχος αθλητής, έφθασε στην
Αθήνα γύρω στο έτος 282, με μόνον 4 δραχμές στο πουγκί του, όπου σπούδασε
Φιλοσοφία υπό τον
κυνικό Κράτητα αλλά κυρίως υπό τον Ζήνωνα επί 14 πλήρη έτη, όντας υποχρεωμένος, κατά την παράδοση, να κερδίζει τα προς το ζην με νυκτερινή εργασία αρτεργάτου ή άντληση ύδατος για λογαριασμό ενός κηπουρού. Λέγεται ότι οι Αθηναίοι πολίτες, παρατηρώντας ότι ήταν υγιής και δυνατός και παρευρίσκετο ανελλιπώς στις παραδόσεις του Ζήνωνος, παρά το ότι δεν είχε φανερούς οικονομικούς πόρους, τον παρέπεμψαν στον
Άρειο Πάγο, κατά τα νόμιμα της πόλεως, ώστε να εξηγήσει από πού αντλούσε τα προς το ζην. Όταν κατέθεσαν υπέρ του ο κηπουρός για λογαριασμό του οποίου αντλούσε νερό και η γυναίκα στον αλευρόμυλο και φούρνο της οποίας εργαζόταν, οι δικαστές συγκινήθηκαν σε τέτοιον βαθμό για την αφοσίωσή του στη Φιλοσοφία, ώστε ψήφισαν να του χορηγηθούν τιμής ένεκεν δέκα
μναι από το ταμείο της πόλεως (ο Ζήνων, δεν του επέτρεψε ωστόσο να δεχθεί το χρηματικό βραβείο).
Ο Κλεάνθης ήταν άνθρωπος μεγάλης σωματικής ρώμης (κάποιοι τον αποκαλούσαν «Δεύτερο Ηρακλέα») και εξαιρετικά πνευματώδης (απάντησε κάποτε σε κάποιον που τον είχε αποκαλέσει «γάιδαρο» ότι μόνον αυτός θα μπορούσε να σηκώσει το... σαμάρι του Ζήνωνος). Υπήρξε μία αξιοσέβαστη προσωπικότητα πλήρους πνευματικότητας, και, λέγεται μάλιστα ότι, στα βαθιά του γεράματα, σε ηλικία 99 ετών, ήταν αυτός ο ίδιος που έδωσε τέλος στη ζωή του, παύοντας να λαμβάνει οποιαδήποτε τροφή όπως πιθανόν και ο δάσκαλός του, Ζήνων (πολύ αργότερα, η Ρωμαϊκή
Σύγκλητος έστησε προς τιμήν του φιλοσόφου αυτού, ένα άγαλμά του στην ιδιαιτέρα πατρίδα του, Άσσο). Τον διαδέχτηκε μετά από 32ετή σχολαρχεία ο μαθητής του
Χρύσιππος από τους
Σόλους.
Παρέχεται από τη Wikipedia